Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριόρεμα — το 1. ορμητικός χείμαρρος 2. δυσκολοδιάβατο πέρασμα ποταμού … Dictionary of Greek
αγριόρεμα — το ορμητικός χείμαρρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)